Ξύλινο αερόφωνο με επιστόμιο από διπλή γλωττίδα. Κατάγεται από τον αρχαίο ελληνικό αυλό, τη ρωμαϊκή τίμπια και τον ασιατικό ζουρνά. Το όνομα όμποε προέρχεται από τη γαλλική λέξη «hautbois», που σημαίνει «υψηλό-ξύλο» ή «δυνατό-ξύλο». Στο μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε κυρίως από ποιμένες, έως ότου αναγνωρίστηκε τελικά στις ορχήστρες στη Γαλλία το 1657.
Το σημερινό όμποε έχει 18 κλειδιά και 4 οπές, ακάλυπτες ή καλυμμένες. Το μήκος του είναι 60 εκατοστά. Ο ήχος του είναι εκφραστικός με κάποια μελαγχολική χροιά. Είναι αρκετά δύσκολο στο χειρισμό του, καθώς χρειάζεται έντονο φύσημα για να περάσει ο αέρας από το λεπτό επιστόμιο. Το κούρδισμα μιας ορχήστρας γίνεται κυρίως με το παίξιμο της νότας ΛΑ(440ΗΖ) από το όμποε.
Η διπλή γλωττίδα, συνήθως από καλάμι, κατασκευάζεται από τον ίδιο τον εκτελεστή, διαδικασία που απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα και υπομονή.