Το σαξόφωνο είναι το νεώτερο από τα πνευστά όργανα, αφού ανακαλύφθηκε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1840 από τον βέλγο οργανοποιό Αντόλφ Σαξ (1814-1894), από τον οποίο έλαβε το πρώτο συνθετικό του ονόματος του. Το δεύτερο συνθετικό προέρχεται από την ελληνική λέξη «φωνή». Ο Σαξ κατοχύρωσε την εφεύρεσή του στις 28 Ιουνίου του 1846.
Υπάρχουν 7 είδη σαξόφωνων, το σοπρανίνο, το σοπράνο, το άλτο, το τενόρο, το βαρύτονο, το μπάσο και το κοντραμπάσο. Χρησιμοποιείται σε στρατιωτικές μπάντες και σε ορχήστρες jazz, αλλά και σε άλλα είδη όπως reggae κ.α.
Το σαξόφωνο χρησιμοποιεί ένα επιστόμιο με ένα μόνο καλαμάκι όπως αυτό του κλαρινέτου, αλλά με μια κενή εσωτερική σωλήνα, κυκλική ή τετράγωνη. Το σώμα του σαξόφωνου είναι κωνικό, δίνοντας του ιδιότητες πιο παρόμοιες με αυτές του όμποε παρά του κλαρινέτου. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με το όμποε του οποίου η σωλήνα είναι ένας ενιαίος κώνος, τα περισσότερα σαξόφωνα έχουν μια καμπύλη στην καμπάνα. Μεταξύ των σαξόφωνων σοπράνο και σοπρανίνο, είναι πιο κοινή η ευθεία παρά η καμπύλη γραμμή, και παρόλο που τα σαξόφωνα άλτο και τενόρο υπάρχουν και σε ευθεία γραμμή, είναι πιο σπάνιο να τα βρεις απ’ ότι σε καμπύλη.
Με ένα απλό δακτυλισμό, το μοντέρνο σαξόφωνο θεωρείται ένα εύκολο όργανο να μάθεις, ιδίως όταν προέρχεται από άλλα ξύλινα πνευστά, όμως ακόμα κι έτσι, χρειάζεται αρκετή δουλειά και πρακτική για την επίτευξη ενός χρωματισμένου ήχου και σωστά κουρδισμένου.